Τι θα πει αριστερή πολιτική για την Ευρώπη.

Του Θόδωρου Παρασκευόπουλου



Ο ριζικά οικολογικός μετασχηματισμός της παραγωγής. Η υποδοχή και ένταξη των μεταναστών στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Η δημοκρατία.

Η δημόσια συζήτηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό στο ζήτημα του νομίσματος. Είναι λογικό, αφού 22 χρόνια μετά την έγκριση της Συνθήκης για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση (Συνθήκη του Μάαστριχτ, 1991) και 15 χρόνια μετά την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος (1999) η ευρωζώνη περνάει την πρώτη μεγάλη κρίση της. «Κρίση του καπιταλισμού» θα σπεύσει να παρατηρήσει η ορθοδοξία, αλλά οι κρίσεις του καπιταλισμού εκδηλώνονται χωρικά και χρονικά κάθε φορά διαφορετικά, κι όποιος δεν διακρίνει αυτές τις διαφορές δεν καταλαβαίνει τίποτα.

Οι αστικές συνταγές για την έξοδο από κάθε κρίση έχουν το κοινό στοιχείο ότι περιλαμβάνουν μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης κερδών του κεφαλαίου και της δημοσιονομικής κρίσης του κράτους – όχι όμως μέτρα για την ανεργία και τη λαϊκή ανέχεια. Αυτό είναι και το χαρακτηριστικό της ευρωπαϊκής οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία εκδηλώνεται σαφέστερα και βιαιότερα στα κράτη μέλη που βρίσκονται υπό επιτήρηση: αυτά που εφαρμόζονται σε όλα τα κράτη μέλη, αλλά η εφαρμογή τους περιορίζεται από τις λαϊκές αντιστάσεις, η ενωσιακή γραφειοκρατία τα επιβάλλει χωρίς πολιτικά κρατήματα εκεί όπου, π.χ. ως «τρόικα», έχει το πάνω χέρι. Όσα ζούμε στην Ελλάδα τα τελευταία τέσσερα χρόνια βεβαιώνουν του λόγου το αληθές.
Η πολιτική αυτή εξαρχής δικαιολογείται με τον σκοπό να επιτευχθεί η «ανταγωνιστικότητα» της οικονομίας κάθε κράτους μέλους χωριστά και της Ένωσης συνολικά. Οι κρίσεις στα κράτη μέλη δικαιολογούνται από την ηγεσία της ΕΕ και από τις κυβερνήσεις με την έλλειψη ανταγωνιστικότητας των οικονομιών τους και με το «σπάταλο κράτος», κυρίως με το «υπερβολικά γενναιόδωρο» κοινωνικό κράτος. Η λύση που προτείνεται και εφαρμόζεται, όπου αυτό δεν συναντά επαρκή αντίσταση, είναι η «συγκράτηση» των μισθών ή η μείωσή τους και η δημόσια λιτότητα. Με αυτόν τον τρόπο, λέει η νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, μπορεί να επιτευχθεί η δημοσιονομική εξυγίανση και η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Συνταγές που αποτυγχάνουν
Η δημοσιονομική εξυγίανση, όμως, δηλαδή η επίτευξη πλεονασμάτων στον προϋπολογισμό, ώστε να μειωθεί το δημόσιο χρέος, δεν μπορεί να επιτευχθεί σε περίοδο οικονομικής ύφεσης. Η μείωση των δημόσιων δαπανών επιτείνει την ύφεση και μειώνει, ως εκ τούτου, σε δεύτερη φάση τα δημόσια έσοδα. Εάν επιτευχθούν πλεονάσματα (όπως λέει η κυβέρνηση ότι έχει ήδη πετύχει το 2013 στην Ελλάδα), αυτά δεν είναι βιώσιμα. Εάν η δημοσιονομική εξυγίανση επιχειρηθεί, όπως στην Ελλάδα, με αύξηση της φορολογίας των λαϊκών τάξεων, δεν θα αποδώσει σημαντικά, γιατί η φοροδοτική τους ικανότητα έχει εξαντληθεί, αλλά και θα επιδράσει επίσης υφεσιακά, γιατί το λαϊκό εισόδημα πηγαίνει εξολοκλήρου στη ζήτηση και η μείωσή του θα λείψει^ βλέπεις, και τα τυχόν αυξημένα δημόσια έσοδα δεν θα αυξήσουν σε αυτή την περίπτωση τις δημόσιες δαπάνες που θα μπορούσαν να δώσουν ώθηση στην παραγωγή. Ούτε η φορολόγηση των κερδών θα αποφέρει σημαντικά, γιατί και τα κέρδη είναι μειωμένα, λόγω της κρίσης.
Η ανταγωνιστικότητα, πάλι, δεν μπορεί να επιτευχθεί με γενική μείωση των μισθών και με μείωση των εργοδοτικών εισφορών στα ασφαλιστικά ταμεία (το αντίκρισμα είναι η μείωση των συντάξεων και η αύξηση των ορίων ηλικίας που οδεύουν αισίως προς τα 70 χρόνια). Ο λόγος είναι ότι συνταγή της μείωσης του κόστους πιάνει μόνο εφόσον πρόκειται για ομοειδή προϊόντα: το επίπεδο των μισθών ή το μισθολογικό κόστος ανά μονάδα προϊόντος έχει σημασία για τον ανταγωνισμό π.χ. δύο αυτοκινητοβιομηχανιών όχι όμως για ολόκληρες εθνικές οικονομίες.
Η γενικευμένη πολιτική λιτότητας και ανταγωνισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν λύνει ούτε το πρόβλημα του δημόσιου χρέους ούτε το πρόβλημα της ανεργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπλέον, πολιτικά, ενισχύει την εθνικοκρατική περιχαράκωση, αφού κάθε κράτος μέλος καλείται να βγάλει μόνο του τα δικά του κάστανα από τη φωτιά. Χρειάζεται, λοιπόν διαφορετική πολιτική και ευρωπαϊκή πολιτική. Για την πολιτική αντιμετώπισης του μεγάλου δημόσιου χρέους των κρατών μελών έχουν ήδη γραφτεί πολλά. Η ανάγκη να αντιμετωπιστεί ενωσιακά έχει αρχίσει να γίνεται συνείδηση σε πολλούς, πολύ περισσότερο που φαίνεται όλο και περισσότερο ότι μπορεί να υπάρχουν εξαιρετικές περιπτώσεις, σαν την Ελλάδα, αλλά το ζήτημα είναι ευρωπαϊκό και δεν λύνεται κατά περίπτωση. Μόνο που όλες οι προτάσεις, και οι ριζοσπαστικότερες, έχουν μια αδυναμία: καλά και μειώνεται το χρέος ή η επιβάρυνση των προϋπολογισμών με έναν από τους τρόπους που έχουν προταθεί ή με συνδυασμό τους^ κι έπειτα; Η κεϋνσιανή πολιτική στην εξαιρετική μεταπολεμική κατάσταση, η νεοφιλελεύθερη πολιτική κατόπιν, όλες κατέληξαν σε οικονομικές κρίσεις και κρίσεις χρέους. Επομένως, χρειάζεται να σκεφτούμε διαφορετικά, και να μην παγιδευόμαστε σε μία πτυχή, αυτή του νομίσματος.
Κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει σήμερα άλλος τρόπος από τη γρήγορη αντιμετώπιση του χρέους σε ενωσιακό επίπεδο και την επικέντρωση στα πραγματικά προβλήματα του μέλλοντος της Ευρώπης. Και αυτά είναι τρία:
Πρώτον, ο ριζικά οικολογικός μετασχηματισμός της παραγωγής, δεύτερον, η υποδοχή και ένταξη των μεταναστών στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και, τρίτον, η δημοκρατία.
Οικολογικός μετασχηματισμός της παραγωγής
Ο οικολογικός μετασχηματισμός της παραγωγής συνήθως ταυτίζεται με τις ήπιες και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αποτελούν σημαντικό μέρος του, αλλά δεν τον εξαντλούν. Οικολογικός μετασχηματισμός της παραγωγής σημαίνει επίσης εξοικονόμηση ενέργειας, λιτή χρήση όλων των πρώτων υλών και των ενδιάμεσων προϊόντων και ανακύκλωση των απορριμμάτων της παραγωγικής διαδικασίας, αντικατάσταση των βραχύβιων προϊόντων με μακρόβια και προσαρμόσιμα στην τεχνολογική εξέλιξη, εκ θεμελίων αναμόρφωση της χημικής βιομηχανίας, περιορισμό των μεταφορών, διαφορετική αγροτική παραγωγή (τόσο γεωργία όσο και κτηνοτροφία), διαφορετικές θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές, άλλη δόμηση.
Αν αυτό είναι να γίνει με σχέδιο, με μετρήσιμους και επαληθεύσιμους στόχους (κι αλλιώς δεν έχει μεγάλο νόημα να το προσπαθήσει κανείς), τότε απαιτούνται πολύ μεγάλες δημόσιες παρεμβάσεις στη βιομηχανία και τις μεταφορές που ισοδυναμούν με δημόσιο έλεγχο των μεγάλων επιχειρήσεων. Ακόμα χρειάζεται μεγάλη επένδυση στην έρευνα και στη μεταφορά των αποτελεσμάτων της στην παραγωγή. Χρειάζεται δηλαδή μια επανάσταση, στην οποία θα αποδειχτεί ότι η συμφιλίωση με τη φύση όχι μόνο δεν σημαίνει υποανάπτυξη, αλλά, αντίθετα, αλματώδη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων – μόνο τελείως διαφορετική από αυτή που επέφερε ο καπιταλισμός και η οποία δημιούργησε τα προβλήματα με τα οποία έχει να αναμετρηθεί σήμερα η ανθρωπότητα.
Η κίνηση ανθρώπων από τις φτωχές προς τις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες είναι σαν τα κοινωνικά φαινόμενα που παλιότερα οι άνθρωποι, επηρεασμένοι από την ανάπτυξη των φυσικών επιστημών, αποκαλούσαν «νόμους». Η αρνητική στάση έχει να κάνει (από την άποψη της οικονομίας) με τη διαχείριση της εργασιακής δύναμης και την καθήλωση του κόστους της, μισθολογικού και κοινωνικού, δηλαδή με τα κέρδη των καπιταλιστών. Όμως, το απόλυτο όριο της ανάπτυξης είναι η διαθέσιμη εργασιακή δύναμη – ακόμα και στην εποχή της τεράστιας αύξησης της παραγωγικότητας^ ήδη οι πιο αναπτυγμένες οικονομικά ευρωπαϊκές χώρες παίρνουν μέτρα για την επιλεκτική προσέλκυση εκπαιδευμένων και καταρτισμένων μεταναστών – δηλαδή για τη λεηλασία των ανθρώπινων πόρων των φτωχών χωρών. Είναι τρέλα: χώρες με γερασμένο πληθυσμό, οι οποίες στη μέση και μακρά περίοδο – πέρα δηλαδή από τις περιοδικές οικονομικές κρίσεις – έχουν ζωτική ανάγκη από εργασία, διώχνουν νέους ανθρώπους που ταξιδεύουν με κίνητρο την επιθυμία να δουλέψουν και να δημιουργήσουν και απωθούν στο περιθώριο της εκπαίδευσης τα παιδιά των μεταναστών – και αξιοποιούν γι’ αυτά τον μπαμπούλα της ακροδεξιάς και των ναζί.
Υποδοχή και ένταξη των μεταναστών

Η υποδοχή και η ένταξη των μεταναστών στις κοινωνίες μας είναι η δεύτερη μεγάλη πρόκληση της εποχής μας. Απαιτεί τη ριζική ανασυγκρότηση και τη μεγάλη επέκταση των δημόσιων υπηρεσιών της εκπαίδευσης, της κοινωνικής μέριμνας και της μέριμνας για την ένταξη στην παραγωγική διαδικασία. Απαιτεί δηλαδή κι αυτή μια επανάσταση που θα μετατρέψει τη γερασμένη Δυτική Ευρώπη σε νέο χωνευτήρι λαών, γλωσσών και πολιτισμών.
Και η ανοικοδόμηση του ευρωπαϊκού Νότου, θα ρωτήσει κάποιος; Μα είναι δυνατό να ανοικοδομηθεί ο κατεστραμμένος ευρωπαϊκός Νότος στα σαθρά οικονομικά και κοινωνικά θεμέλια του παρελθόντος; Μόνο ως σημαντικό μέρος, αλλά μέρος, ενός πανευρωπαϊκού σχεδίου οικονομικής, περιβαλλοντικής και κοινωνικής ανόρθωσης μπορεί να υπάρξει η αναγκαία ροή πόρων^ διαφορετικά δημιουργείται η απειλή των Ειδικών Οικονομικών Ζωνών και του Νότου ως αποικίας του Βορρά.

Τίποτε από αυτά, ούτε η οικολογική αναμόρφωση ούτε η υποδοχή και ένταξη των μεταναστών και προσφύγων ούτε η ανόρθωση των κατεστραμμένων από την οικονομική κρίση περιοχών της ηπείρου μας, δεν μπορεί να γίνει με ήπιο τρόπο χωρίς να υπαχθεί πολύ μεγαλύτερο μέρος του παραγόμενου πλούτου σε δημόσια διαχείριση και χωρίς να βρεθεί νέος τρόπος ροής των αναγκαίων χρηματικών πόρων. Με άλλα λόγια απαιτείται ριζική αναδιανομή υπέρ του Δημοσίου και ένα νέο τραπεζικό σύστημα που θα αντικαταστήσει τις εγκληματικές οργανώσεις στις οποίες έχουν εξελιχθεί τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά συγκροτήματα. Ο χαρακτηρισμός ακούγεται βαρύς, αλλά ήταν ο Σόιμπλε, κι όχι κάποιος κομμουνιστής, που πριν λίγες ημέρες δήλωνε ότι οι μεγαλοτραπεζίτες είναι εξαιρετικά εφευρετικοί όταν θέλουν να παρακάμψουν τους νόμους.
Δημοκρατία και Ευρώπη
Τα ευρωπαϊκά κρατίδια, το καθένα για τον εαυτό του και σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, δεν μπορούν να λύσουν προβλήματα τέτοιας έκτασης. Κι επειδή δεν μπορούν μόνα τους, αλλά απαιτείται συντονισμός και σχεδιασμός με ηπειρωτικές διαστάσεις, προβάλλει ο κίνδυνος του Λεβιάθαν, ενός υπερσυγκεντρωτικού και αυταρχικού ευρωπαϊκού κράτους που ήδη διαμορφώνεται: με ψευδοδημοκρατικούς θεσμούς σαν το Ευρωκοινοβούλιο, όπως είναι σήμερα, και ανεξέλεγκτα αποφασιστικά όργανα, όπως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που παρακάμπτουν και υποκαθιστούν τα εκλεγμένα όργανα της λαϊκής κυριαρχίας – που είναι τα εθνικά κοινοβούλια.
Μια προσπάθεια των διαστάσεων που περιγράφηκαν πιο πάνω χρειάζεται κινητοποίηση πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων, των ικανοτήτων και των ταλέντων τους. Και ακριβώς επειδή αυτή η προσπάθεια χρειάζεται σχεδιασμό και συντονισμό σε ηπειρωτικό επίπεδο είναι αναγκαία η δημοκρατία σε όλους τους αρμούς της με θεσμούς λαϊκού ελέγχου της παραγωγής, της δημιουργίας και της ροής του χρήματος, της οργάνωσης της κοινωνικής ζωής.
Μα, γιατί δεν λες ότι χρειάζεται να ανατραπεί ο καπιταλισμός και να εγκαθιδρυθεί κράτος «λαϊκής εξουσίας»; Διότι νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης δεν δημιουργούνται επειδή τους σκέφτηκαν κάποιοι καλοί άνθρωποι. Δημιουργούνται επειδή το απαιτεί η πραγματικότητα και τα προβλήματα που αυτή θέτει – τότε μόνο έχουν νόημα οι σκέψεις των καλών ανθρώπων, αλλιώς οι σκέψεις είναι φαντασιώσεις και οι καλοί άνθρωποι ψώνια. Μόνο εάν βρίσκονται οι κοινωνίες μας μπροστά στο φάσμα της καταστροφής, όπως τώρα, μπορούμε π.χ. να σκεφτούμε ότι η επιχείρηση αύξησης των στρατιωτικών δαπανών που σχεδιάζει η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι και ανόητη και επικίνδυνη και ότι η Ευρώπη δεν χρειάζεται ούτε το γερμανικό ναυτικό ούτε τα πυρηνικά όπλα της Γαλλίας και της Βρετανίας ούτε το ισπανικό αεροπλανοφόρο, αλλά μπορεί τους πόρους που σπαταλάει εκεί να τους διαθέσει για όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω. αρκεί να αναλογιστεί τι έμαθαν οι λαοί της από τις δύο μεγάλες σφαγές του 20ου αιώνα και από τους αποικιακούς πολέμους που διεξήγαγε μέχρι πρόσφατα.
Νομίζω ότι τέτοια μεγάλα σχέδια αρμόζουν στην Αριστερά της Ευρώπης και πρέπει να χαρακτηρίζουν το πρόγραμμά της. Και σε αυτά τα μεγάλα σχέδια πρέπει να εντάσσουν τα δικά τους προγράμματα και τις δικές τους δραστηριότητες τα κόμματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς στο κάθε κράτος μέλος αποσκοπώντας στην ανατροπή εκεί επί τόπου.
*Το άρθρο βασίζεται σε εισήγηση του συγγραφέα του στο ετήσιο Eduard-Heimann-Colloquium της σχολής Κοινωνικών και Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Αμβούργου.
Ανδημοσίευση απο την Εποχή.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου